beguile
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | beguile |
γ΄ ενικό ενεστώτα | beguiles |
αόριστος | beguiled |
παθητική μετοχή | beguiled |
ενεργητική μετοχή | beguiling |
Ετυμολογία επεξεργασία
beguile < (κληρονομημένο) μέση αγγλική begylen < be- + guile [1]
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
beguile (en)