Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

beginning (en)

  • αρχή, τοπική ή χρονική αφετηρία

χρήση κατάλληλων προθέσεων επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

beginning (en)