beginning
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
beginning (en)
- αρχή, τοπική ή χρονική αφετηρία
χρήση κατάλληλων προθέσεων επεξεργασία
- in the beginning: κατά την αρχική περίοδο (γενικότερα)
- πχ. dictionary.com
- at the beginning: για συγκεκριμένη/σαφή αρχική χρονική στιγμή
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
beginning (en)