Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
beginner beginners

  Ετυμολογία επεξεργασία

beginner < begin + -er

  Ουσιαστικό επεξεργασία

beginner (en)

  • αρχάριος, πρωτάρης, πρωτόπειρος
    English departments for beginners and advanced students - τμήματα αγγλικών για αρχάριους και για προχωρημένους
    beginner’s luck - η τύχη του πρωτάρη

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία