Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bazo < baz + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική bazo bazoj
αιτιατική bazon bazojn

bazo (eo)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ĉe la bazo: στη βάση, στην αρχή
Li estas ĉe la bazo de la verko. Αυτός είναι στην αρχή της εργασίας (η εργασία οφείλεται σ' αυτόν).

Συγγενικά επεξεργασία