Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ba.vyʁ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bavure bavures

bavure (fr) θηλυκό

  1. η μουντζούρα
  2. η υπέρβαση εξουσίας