battery
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
battery | batteries |
Ουσιαστικό επεξεργασία
battery (en)
- η μπαταρία (μέσο αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας)
- η βιαιοπραγία
- η πυροβολαρχία
- η ομοβροντία
- (μεταφορικά) τα ντραμς στην μέταλ, βίαια κρουστά
- η συστοιχία πυροβόλων