batave
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
batave | bataves |
batave (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (ιστορία) σχετικός με την περιοχή ή τον γερμανικό πληθυσμό της Batavie, περιοχή της κάτω Γερμανίας, που βρισκόταν στα βόρεια του Ρήνου κατά τη ρωμαϊκή εποχή
- (κατ’ επέκταση) σχετικός με τις Κάτω Χώρες και τους κατοίκους τους