basse-cour
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
basse-cour | basse-cours |
Ουσιαστικό επεξεργασία
basse-cour (fr) θηλυκό
- (παραδοσιακή ορθογραφία) το κοτέτσι
Άλλες γραφές επεξεργασία
- (ορθογραφία του 1990) bassecour
ενικός | πληθυντικός |
basse-cour | basse-cours |
basse-cour (fr) θηλυκό