Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

barrier (en)

  1. φράχτης, φράγμα, κατασκευή που εμποδίζει την ελεύθερη δίοδο
  2. φράγμα, όριο
  3. εμπόδιο