bankroto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bankroto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bankroto | bankrotoj |
αιτιατική | bankroton | bankrotojn |
bankroto (eo)
- η πτώχευση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bankroto | bankrotoj |
αιτιατική | bankroton | bankrotojn |
bankroto (eo)