banko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- banko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | banko | bankoj |
αιτιατική | bankon | bankojn |
banko (eo)
- η τράπεζα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | banko | bankoj |
αιτιατική | bankon | bankojn |
banko (eo)