ban
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ban (en)
Ρήμα επεξεργασία
ban (en)
Αγγλοσαξονικά (ang) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ban (ang)
- το κόκαλο
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ban (ro) αρσενικό
ban (en)
ban (en)
ban (ang)
ban (ro) αρσενικό