bafouer
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bafouer < μέση γαλλική
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
bafouer (fr)
- χλευάζω
- Les droits de l'Homme sont bafoués dans ce pays. - Τα ανθρώπινα δικαιώματα χλευάζονται σ' αυτή τη χώρα.
bafouer (fr)