Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bâti bâtis

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bâti (fr) αρσενικό

  1. η δομή, ο σκελετός (ενός οικοδομήματος ή ενός μηχανισμού)

  Μετοχή επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bâti bâtis
θηλυκό bâtie bâties

bâti (fr)

  1. χτισμένος