Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

avidité < λατινική aviditas < avidus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.vi.di.te/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
avidité avidités

avidité (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία