avenuo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | avenuo | avenuoj |
αιτιατική | avenuon | avenuojn |
avenuo (eo)
- η λεωφόρος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | avenuo | avenuoj |
αιτιατική | avenuon | avenuojn |
avenuo (eo)