aventuro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aventuro | aventuroj |
αιτιατική | aventuron | aventurojn |
aventuro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aventuro | aventuroj |
αιτιατική | aventuron | aventurojn |
aventuro (eo)