Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.va.ʁi/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
avarie avaries

avarie (fr) θηλυκό