Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.va.ʃis.mɑ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
avachissement avachissements

avachissement (fr) αρσενικό