Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

autodafé < πορτογαλική autodafe < auto da fe (πράξη πίστης)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.to.da.fe/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
autodafé autodafés

autodafé (fr) αρσενικό