authentic
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- authentic < λατινική authenticus < ελληνιστική κοινή αὐθεντικός < αρχαία ελληνική αὐθέντης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɒ.ˈθɛn.tɪk/ & /ɔ.ˈθɛn.tɪk/
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
authentic (en)
authentic (en)