Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
aune aunes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

aune (fr) θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

  • mesurer à l'aune de...: μετρώ κάτι βάσει...