audible
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- audible < μέση γαλλική audible < λατινική audibilis < audire (ακούω)
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | audible |
συγκριτικός | more audible |
υπερθετικός | most audible |
audible (en)
- που μπορεί να ακουστεί, ακουστός
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
audible | audibles |
Επίθετο επεξεργασία
audible (fr)
- που μπορεί να ακουστεί