atterrissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- atterrissement < atterrir
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
atterrissement | atterrissements |
atterrissement (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ή (νομικός όρος) πρόσχωση που προκαλείται από τη θάλασσα ή από ένα ποτάμι