Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

attentisme < attente

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.tɑ̃.tism/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

attentisme (fr) αρσενικό

  • πολιτική ή στάση ζωής που ακολουθεί την παραδοχή του «βλέποντας και κάνοντας»