Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.tʁɔ.fi/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
atrophie atrophies

atrophie (fr) θηλυκό