ateliero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ateliero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ateliero | atelieroj |
αιτιατική | atelieron | atelierojn |
ateliero (eo)
- το εργαστήριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ateliero | atelieroj |
αιτιατική | atelieron | atelierojn |
ateliero (eo)