Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

asynchronous < a- + synchronous

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eɪˈsɪŋkɹənəs/
 

  Επίθετο επεξεργασία

asynchronous (en)

  1. ασύγχρονος
  2. (πληροφορική) ασύγχρονος, για εκτέλεση παράλληλων λειτουργιών σε πρόγραμμα υπολογιστή
    συντομογραφία: async

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία