astrologique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /as.tʁɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
astrologique | astrologiques |
astrologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
astrologique | astrologiques |
astrologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό