assassinat
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.sa.si.na/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
assassinat | assassinats |
assassinat (fr) αρσενικό
- η δολοφονία
- ο φόνος
- (κατ’ επέκταση) άδικη βία
- κάτι που εκμηδενίζει, που καταστρέφει