asfiksio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- asfiksio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | asfiksio | asfiksioj |
αιτιατική | asfiksion | asfiksiojn |
asfiksio (eo)
- η ασφυξία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | asfiksio | asfiksioj |
αιτιατική | asfiksion | asfiksiojn |
asfiksio (eo)