ascensoriser
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ascensoriser < ascenseur
Ρήμα επεξεργασία
ascensoriser (fr)
- (σπάνιο)
- (μεταβατικό) εξοπλίζω με ασανσέρ
- (μεταβατικό) μεταφέρω με ασανσέρ
- (αμετάβατο) μετακινούμαι όπως με ασανσέρ
ascensoriser (fr)