Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ascension (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ascension < asention < λατινική ascensio

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.sɑ̃.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ascension ascensions

ascension (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  ascendant
→ δείτε τη λέξη  ascenseur