asambleo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- asambleo < asambleo
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | asambleo | asambleoj |
αιτιατική | asambleon | asambleojn |
asambleo (eo)
- η συγκέντρωση, η συνέλευση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | asambleo | asambleoj |
αιτιατική | asambleon | asambleojn |
asambleo (eo)