artysta
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική (mianownik) | artysta | artyści |
γενική (dopełniacz) | artysty | artystów |
δοτική (celownik) | artyście | artystom |
αιτιατική (biernik) | artystę | artystów |
οργανική (narzędnik) | artystą | artystami |
τοπική (miejscownik) | artyście | artystach |
κλητική (wołacz) | artysto | artyści |
Ετυμολογία επεξεργασία
- artysta < (άμεσο δάνειο) γαλλική artiste
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
artysta (pl) αρσενικό