arthritique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aʁ.tʁi.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
arthritique | arthritiques |
arthritique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
arthritique | arthritiques |
arthritique (fr) αρσενικό ή θηλυκό