arkaikaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arkaikaĵo | arkaikaĵoj |
αιτιατική | arkaikaĵon | arkaikaĵojn |
arkaikaĵo (eo)
- (μεταφορικά) αρχαιότητα, κάτι που έχει ξεπεραστεί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arkaikaĵo | arkaikaĵoj |
αιτιατική | arkaikaĵon | arkaikaĵojn |
arkaikaĵo (eo)