Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aʁ.ɡy.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
argutie arguties

argutie (fr) θηλυκό