argumento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- argumento < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | argumento | argumentoj |
αιτιατική | argumenton | argumentojn |
argumento (eo)
- το επιχείρημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | argumento | argumentoj |
αιτιατική | argumenton | argumentojn |
argumento (eo)