Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

arguably (en)

  1. εύλογα, βάσιμα
  2. (εσφαλμένη μα συχνή χρήση ακόμη κι από ακαδημαϊκούς) αναμφίβολα