Αγγλικά (en) επεξεργασία

 
Στο σχέδιο τα αγγλικά ονόματα των μερών της υπερδομής ενός δωρικού ναού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

architrave (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
architrave architraves

  Ουσιαστικό επεξεργασία

architrave (fr) θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική) το επιστύλιο
  2. (ναυτικός όρος) δοκάρι που υποστηρίζει ορισμένα μέρη ενός πλοίου