arĥipelago
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- arĥipelago < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arĥipelago | arĥipelagoj |
αιτιατική | arĥipelagon | arĥipelagojn |
arĥipelago (eo)
- το αρχιπέλαγος