Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
approvisionnement approvisionnements

  Ουσιαστικό επεξεργασία

approvisionnement (fr) αρσενικό

  1. η τροφοδοσία, ο εφοδιασμός
  2. η προμήθεια

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία