Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

appropinquo < (λατινικά) ad (la) + (λατινικά) propinquo (la)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ap.proˈpin.kʷoː/

  Ρήμα επεξεργασία

appropinquo (la) και adpropinquo (la) (appropinquō1, appropinquāvī, appropinquātum, appropinquāre)

Κλίση επεξεργασία