apostato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apostato | apostatoj |
αιτιατική | apostaton | apostatojn |
apostato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apostato | apostatoj |
αιτιατική | apostaton | apostatojn |
apostato (eo)