Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
apology apologies

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

apology (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η συγγνώμη, η απολογία, οτιδήποτε λέω για να ζητήσω συγγνώμη
    I owe you an apology.
    Σας χρωστώ μια συγγνώμη.
    a student’s apology to the disciplinary board - απολογία φοιτητή στο πειθαρχικό συμβούλιο

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία