aperture
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
aperture (en) ουδέτερο
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
aperture | apertures |
Ουσιαστικό επεξεργασία
aperture (fr) θηλυκό
- (φωνητική) άνοιγμα ενός φωνήματος
aperture (en) ουδέτερο
ενικός | πληθυντικός |
aperture | apertures |
aperture (fr) θηλυκό