apellido
Ισπανικά (es) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- apellido < ρήμα apellidar
Ουσιαστικό επεξεργασία
apellido (es) αρσενικό (πληθυντικός: apellidos)
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
apellido (es)
- α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του apellidar ή του apellidarse