apatheism
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/?/
Ετυμολογία en επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
apatheism (en)
- απαθειασμός (απάθεια + θείο + -ισμός), απαθεϊσμός (απάθεια + θεϊσμός)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- apatheism στην αγγλική Βικιπαίδεια