anyway
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
anyway (en)
- πάντως, χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάτι για να υποστηρίξει μια ιδέα ή επιχείρημα
- ↪ You behaved correctly anyway.
- Εσείς πάντως φερθήκατε σωστά.
- ↪ I reminded you about it, anyway.
- Εγώ πάντως σας το θύμισα.
- ↪ You behaved correctly anyway.
- πάντως, οπωσδήποτε, έτσι κι αλλιώς, με οποιοδήποτε τρόπο, όποια και αν είναι η κατάσταση, ό,τι και αν γίνει
- ↪ I disagree anyway.
- Εγώ πάντως διαφωνώ.
- ↪ I am not coming anyway.
- Εγώ πάντως δεν έρχομαι.
- ↪ Anyway, you can try.
- Οπωσδήποτε μπορείτε να δοκιμάσετε.
- ↪ I will stay in tonight anyway, so…
- Έτσι κι αλλιώς εγώ θα μείνω μέσα απόψε, λοιπόν…
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη regardless
- ↪ I disagree anyway.
- τέλος πάντων, εν πάση περιπτώσει, για να δηλώσει αλλαγή θέματος
- ↪ Although I don’t agree, anyway, so be it.
- Αν και δεν συμφωνώ, τέλος πάντων, ας γίνει έτσι.
- ↪ Although I don’t agree, anyway, so be it.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- anyway - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 340-341, 629. ISBN 9780194325684., λήμμα: έτσι, οπωσδήποτε